χειροβαλλίστρα

χειροβαλλίστρα
χειρο-βαλλίστρα, ,
A hand-sling, = Lat. falarica, Gloss.; title of work wrongly ascribed to Hero.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χειροβαλλίστρα — και χειροβολίστρα, ἡ, Μ σφεντόνα για την εκτόξευση λίθων με το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βαλλίστρα «πολεμική μηχανή για εκσφενδόνιση βλημάτων, λίθων, κ.λπ.»] …   Dictionary of Greek

  • χειροβολίστρα — ἡ, Μ βλ. χειροβαλλίστρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”